- νέοικον
- νέοιmasc/fem acc sgνέοιneut nom/voc/acc sgνέοικοςnewly housedmasc/fem acc sgνέοικοςnewly housedneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νέοικος — νέοικος, ον (Α) 1. αυτός που απέκτησε κατοικία πρόσφατα, ο νέος κάτοικος ή ο νέος πολίτης 2. αυτός που οικοδομήθηκε πρόσφατα, νεόκτιστος, νεόδμητος («καὶ ὅν πατέρ Ἄκρων ἐκάρυξε καὶ τὰν νέοικον ἕδραν», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + οἶκος] … Dictionary of Greek